- κατεβατός
- -ή, -ό [κατεβάζω]1. αυτός που φέρεται προς τα κάτω, που κατεβαίνει ή που εκχύνεται από ψηλά2. αυτός που φέρει προς τα κάτω, κατηφορικός3. το ουδ. ως ουσ. το κατεβατόα) πυκνογραμμένη σελίδα βιβλίου, τετραδίου, επιστολής κ.λπ.β) μακροσκελής περίοδος γραπτού λόγου.
Dictionary of Greek. 2013.